- θυννίδες
- θυννίςyoung female tunnyfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορακίνος — κορακῑνος, ὁ (ΑM) είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.) αρχ. 1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο 2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος +… … Dictionary of Greek
τόν(ν)ος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών μεγάλης εμπορικής αξίας εδώδιμων θαλάσσιων ψαριών τού γένους θύννος, πολύ συγγενικών με την παλαμίδα και το σκουμπρί, που συγκροτούν την οικογένεια θυννίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. tonno < θύννος] … Dictionary of Greek